Ένα μουσείο γεμάτο ιστορία
Η ιστορία του Αρχαιολογικού Μουσείου Χανίων
Αρχική — Ιστορία
Η Ιστορία του Αρχαιολογικού Μουσείου Χανίων
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων στον Άγιο Φραγκίσκο έκλεισε οριστικά τις πύλες του για το κοινό την Κυριακή, 13 Σεπτεμβρίου 2020.
Η μακρά διαδρομή του ξεκινά το 1899, όταν ψηφίζεται από το Ηγεμονικό Συμβούλιο της Κρητικής Πολιτείας η ίδρυσή του, φτάνει μετά από πολλές περιπέτειες στις 14 Ιουλίου 1962, όταν ανοίγει επίσημα τις πύλες του για το κοινό στο Καθολικό της ενετικής Μονής του Αγίου Φραγκίσκου, για να καταλήξει το 2022 στη μόνιμη πλέον στέγη του, στη Χαλέπα.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων, στην καρδιά της παλιάς πόλης των Χανίων, για εξήντα σχεδόν ολόκληρα χρόνια αποτέλεσε την κιβωτό που διαφύλαξε, συντήρησε και πρόβαλε τον αρχαιολογικό πλούτο της χανιώτικης γης, προσφέροντας σε χιλιάδες επισκέπτες και επιστήμονες από την Ελλάδα και ολόκληρο τον κόσμο, γνώση, αισθητική απόλαυση, εκπαίδευση και πολύτιμες εμπειρίες.
Οι αρχαιότητες, από το 2022, συναντούν τους παλαιότερους και νεότερους επισκέπτες τους σε μια νέα, εξίσου φιλόξενη στέγη, στους χώρους του Μουσείου στη συνοικία Χαλέπα, η οργάνωση των οποίων αξιοποιεί με μεγάλη επάρκεια τις επιστημονικές και τεχνολογικές κατακτήσεις του 21ου αιώνα.
Οι πλούσιες συλλογές του Αρχαιολογικού Μουσείου Χανίων, διαρθρωμένες σύμφωνα με το πνεύμα και τις απαιτήσεις των σύγχρονων μουσειακών πρακτικών, εξακολουθούν να διοχετεύουν μέσα στις νέες συνθήκες της πολυδιάστατα εξελισσόμενης ελληνικής και διεθνούς κοινότητας, το ισχυρό πολιτισμικό διαχρονικό τους παράδειγμα και μήνυμα.
Γρήγορη πλοήγηση
Η ίδρυση του Αρχαιολογικού Μουσείου Χανίων
Στην εκπνοή του 19ου αιώνα άρχισε να συγκροτείται η συλλογή αρχαίων αντικειμένων, που αποτέλεσε τον πυρήνα του Αρχαιολογικού Μουσείου Χανίων, από ευρήματα προερχόμενα από ανασκαφές, δωρεές, εξαγορές και κατασχέσεις. Το 1899 με την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας (1899-1913) ψηφίζεται από το Ηγεμονικό Συμβούλιο νόμος που αφορά στην προστασία των αρχαιοτήτων της Κρήτης, με πρόβλεψη για την ίδρυση δύο δημόσιων Αρχαιολογικών Μουσείων στο Ηράκλειο και στα Χανιά, αντίστοιχα. Ο νόμος όριζε ότι στο Μουσείο Χανίων θα κατατίθενται οι αρχαιότητες από τους Νομούς Χανίων, Σφακίων και Ρεθύμνης. Οι πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του Μουσείου Χανίων είναι
σποραδικές και ελάχιστες με ανύπαρκτο, σχεδόν, φωτογραφικό και άλλο αρχειακό υλικό. Η αρχαιολογική συλλογή του, που ξεκίνησε να διαμορφώνεται το 1900, περιελάμβανε εκτός από τα ανασκαφικά ευρήματα, «υπέρχιλια αντικείμενα» της ιδιωτικής συλλογής Μιχαήλ Τσιβουράκη, προερχόμενα από αγορές, τα οποία δωρήθηκαν στο Μουσείο τον Μάιο του 1900. Το Αρχαιολογικό Μουσείο με την ίδρυσή του στεγάστηκε στο Μέγαρο των Δικαστηρίων καταλαμβάνοντας δύο δωμάτια του ισογείου. Η συνύπαρξή του με Διοικητικές Υπηρεσίες και Υπουργεία της Κρητικής Πολιτείας εξέθεσε τα αρχαία αντικείμενα σε κάθε λογής φθορά, με συνέπεια ορισμένα από αυτά να υποστούν εκτεταμένες βλάβες. Στον χώρο του Μεγάρου η συλλογή παρέμεινε έως και την 20η Σεπτεμβρίου 1934, όταν ξέσπασε πυρκαγιά, με αποτέλεσμα πολλά αρχαία αντικείμενα να καταστραφούν, άλλα να τεμαχιστούν (όπως ο ανδριάντας του Αδριανού από το Δικτύνναιο και του ‘Φιλοσόφου’ της Ελύρου) ενώ για αρκετά από τα υπόλοιπα χάθηκαν οριστικά οι ενδείξεις προέλευσής τους. Από τότε, τέθηκε το ζήτημα για τη μεταφορά, την ασφαλή μεταστέγαση και την κατάλληλη έκθεση των ευρημάτων του Μουσείου, τα οποία προσωρινά φυλάχθηκαν στο υπόγειο του σημερινού 1ου Γυμνασίου Χανίων.
Από τη λεηλασία της Γερμανικής Κατοχής στη μεταπολεμική αβεβαιότητα
Μετά την πυρκαγιά του 1934 και τη μεταφορά των αρχαιοτήτων στο 1ο Γυμνάσιο Χανίων ο Σπυρίδων Μαρινάτος, Έφορος Κρήτης, μαζί με τον Αρ. Κατσούλη, Επιμελητή του Μουσείου, τακτοποίησαν και σφράγισαν τα ευαίσθητα και πολυτιμότερα αντικείμενα σε προθήκες, τα οποία φιλοξενήθηκαν εκεί για επτά χρόνια. Το 1941 και ενώ είχε ξεσπάσει ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, οι Γερμανοί επέταξαν το κτήριο και μετέφεραν τις αρχαιότητες σε χώρο της Δημοτικής Αγοράς Χανίων.
Με πρωτοβουλία και μέριμνα του Νικολάου Τωμαδάκη, Διευθυντή του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης και του Δήμου Χανίων εξασφαλίστηκε λίγο αργότερα η μεταστέγαση των αρχαιοτήτων στο Τέμενος του Κιουτσούκ Χασάν στο ενετικό λιμάνι των Χανίων, το οποίο επιτάχθηκε για τον σκοπό αυτό, την 1η Νοεμβρίου 1941. Το Μουσείο «ετακτοποιήθη μερικώς» από τον Βασίλειο Θεοφανείδη, Έφορο Δυτικής Κρήτης και τα εγκαίνιά του πραγματοποιήθηκαν το 1942, με λειτουργία καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου «συστηματικά και ικανοποιητικά καθ’ εκάστην» 8-12 π.μ. και 4-6 μ.μ.
Η καταστροφική για την τύχη του Μουσείου περίοδος της γερμανικής κατοχής αποτυπώθηκε στον λεπτομερή έλεγχο και την καταγραφή που πραγματοποιήθηκε το 1946. Από τη συλλογή είχε αφαιρεθεί το 1/3 των αρχαιοτήτων και σχεδόν το σύνολο των πολύτιμων αντικειμένων, η τύχη των οποίων αγνοείται μέχρι σήμερα.
Μεταπολεμικά, οι συνθήκες έκθεσης των αρχαιοτήτων ήταν δυσμενείς. Στις αναφορές των Εφόρων Νικολάου Πλάτωνα και Στυλιανού Αλεξίου, ο χώρος κρίνεται διαρκώς ως ακατάλληλος εξαιτίας της υγρασίας και της γειτνίασης με τη θάλασσα, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη μεταστέγασης του Μουσείου σε καταλληλότερο χώρο.
Το Μουσείο εδραιώνεται
Καθώς η ανάγκη εξεύρεσης ασφαλούς και επαρκούς χώρου που θα φιλοξενούσε το Αρχαιολογικό Μουσείο, ήταν πλέον επιτακτική, ο Έφορος Νικόλαος Πλάτων και ο Επιμελητής Στυλιανός Αλεξίου καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξασφάλιση του κατάλληλου κτίσματος.
Για τον σκοπό αυτό, στο μέσο της δεκαετίας του 1950 επιλέγεται το Καθολικό της ενετικής Μονής του Αγίου Φραγκίσκου. Για να ξεκινήσει όμως η μεταστέγαση του Αρχαιολογικού Μουσείου, κρίθηκε απαραίτητη η αποκατάσταση του ναού, καθώς στη μακραίωνη ιστορία του γνώρισε πολλές και διαφορετικές χρήσεις και ανάλογες επεμβάσεις: μουσουλμανικό τέμενος, κινηματογράφος, αποθήκη στρατιωτικού υλικού.
Οι εργασίες αποκατάστασης ξεκινούν το 1958 και λίγο αργότερα το 1960, παράλληλα με τις επεμβάσεις, πραγματοποιούνται εργασίες καταγραφής, ταξινόμησης και συντήρησης των αντικειμένων που επρόκειτο να εκτεθούν από τον Έφορο Στυλιανό Αλεξίου και τον αρχιτεχνίτη Ζαχαρία Κανάκη, αντίστοιχα.
Μετά την ολοκλήρωση των αναστηλωτικών εργασιών τον Δεκέμβριο του 1961, αρχίζει η συστηματική μεταφορά των αρχαιοτήτων από το Τέμενος του Κιουτσούκ Χασάν στο Καθολικό της ενετικής Μονής του Αγίου Φραγκίσκου. Το Αρχαιολογικό Μουσείο ανοίγει επίσημα τις πύλες του για το κοινό τη 14η Ιουλίου 1962. Την περίοδο 1977-1981 ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση του ναού εσωτερικά υπό την εποπτεία του Εφόρου Αρχαιοτήτων Γιάννη Τζεδάκι και στις 12 Ιουλίου 1981 εγκαινιάζεται η επαναλειτουργία του Αρχαιολογικού Μουσείου.
Η επόμενη μεγάλης έκτασης επέμβαση πραγματοποιείται το 2000, όταν Έφορος είναι η Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη. Τότε μετασκευάζονται τρεις μικρές συνεχόμενες αίθουσες στη βόρεια πτέρυγα του Αγίου Φραγκίσκου, για να στεγάσουν τη Συλλογή Κωνσταντίνου, Μαρίκας και Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία δωρήθηκε τον Νοέμβριο του 2000 στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων και εγκαινιάσθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, το Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων, μετά από 58 χρόνια λειτουργίας, κλείνει οριστικά τις πύλες του για το κοινό στο Καθολικό της ενετικής Μονής του Αγίου Φραγκίσκου, που στοργικά το φιλοξένησε. Μετά από μια πολυκύμαντη πορεία στον χώρο και στον χρόνο, στενά συνυφασμένη με την ιστορία του τόπου που το ‘γέννησε’, θα βρει πλέον τη μόνιμη στέγη του στις νέες κτιριακές εγκαταστάσεις του στην ιστορική περιοχή της Χαλέπας.
Η μεταστέγαση του Αρχαιολογικού Μουσείου
Από τον Άγιο Φραγκίσκο στη Χαλέπα
Χρονολόγιο

1899
1900

1913

1934

1940-1942

1942
1946

1950-1962

1962-2020
1996

2013
2020
